ρυθμοποιός

ρυθμοποιός
ο / ῥυθμοποιός, ΝΑ
αυτός που συνθέτει μουσικό έργο, ποίημα ή ρητορικό λόγο με ρυθμό
νεοελλ.
αυτός που επιφέρει ρυθμό σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυθμός + -ποιός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ρυθμοποιία — η, / ῥυθμοποιία, ΝΑ [ῥυθμοποιός] (αρχ. ελλ. μουσ.) η δύναμη που δημιουργεί τον ρυθμό και που έχει σκοπό να συνθέσει και να μετατρέψει σε ρυθμικό σχήμα τον λόγο, το μέλος και την κίνηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”